τυραννίσκος

τυραννίσκος
ο
1. ο μικρός, ασήμαντος τύραννος (πρβλ. σατραπίσκος, βασιλίσκος).
2. μτφ., μικρός, δηλ. μικρής ηλικίας βασανιστής: Το μωρό της είναι ένας τυραννίσκος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυραννίσκος — ο, Ν 1. μικρός ή ασήμαντος τύραννος 2. μτφ. α) άτομο που καταπιέζει τους υφισταμένους του β) μικρός βασανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. σατραπ ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”