- τυραννίσκος
- ο1. ο μικρός, ασήμαντος τύραννος (πρβλ. σατραπίσκος, βασιλίσκος).2. μτφ., μικρός, δηλ. μικρής ηλικίας βασανιστής: Το μωρό της είναι ένας τυραννίσκος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.